εὐανάγωγος

εὐανάγωγος
εὐανάγωγος
easy to expectorate
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευανάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐανάγωγος, ον) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να αναγάγει, να βγάλει έξω, ειδικώς να αποχρέμψει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αν αγωγος (< αν άγω), πρβλ. δυσ ανάγωγος (≠ τού αν άγωγος < α στερητικό + ν ευφωνικό + αγωγή)] …   Dictionary of Greek

  • εὐανάγωγον — εὐανάγωγος easy to expectorate masc/fem acc sg εὐανάγωγος easy to expectorate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαναγωγότερα — εὐανάγωγος easy to expectorate neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανάγωγα — εὐανάγωγος easy to expectorate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανάγωγοι — εὐανάγωγος easy to expectorate masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”